- τετανοπλασμίνη
- η, Νιατρ. το νευροτοξικό συστατικό που εκκρίνεται από τα βακτηριακά κύτταρα και μεταφέρεται μέσω τής αιματικής ροής από το σημείο τής μόλυνσης τού οργανισμού με τέτανο στα γαγγλιονικά κύτταρα τού πρόσθιου κέρατος τής σπονδυλικής στήλης.
Dictionary of Greek. 2013.